- σύστρεψη
- η, Ν [συστρέφω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, συστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συστρέψῃ — συστρέφω twist up aor subj mid 2nd sg συστρέφω twist up aor subj act 3rd sg συστρέφω twist up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek